εὔμαλλος

εὔμαλλος
εὔμαλλος, -ον
1 of fine wool

φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύμαλλος — εὔμαλλος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από καλό μαλλί («εὔμαλλος μίτρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλλός «μπούκλα μαλλιού»] …   Dictionary of Greek

  • εὔμαλλον — εὔμαλλος of fine wool masc/fem acc sg εὔμαλλος of fine wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάλλων — εὔμαλλος of fine wool masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”